Lexique
From Ανοικτό Σπηλαιολογικό Εγχειρίδιο
Jump to: navigation, search
Το παρόν κεφάλαιο (Lexique) έχει ελεγχθεί από τους συγγραφείς και θεωρείται ολοκληρωμένo. Συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση 0.81 Μάϊος 2007 του "Ανοικτό Σπηλαιολογικό Εγχειρίδιο".
Με αφορμή δημοσίευμα στο Forum της ΣΟΕ ξεκίνησε η μετάφραση του Λεξικού για σπηλαιολογικούς όρους, της Γαλλικής Σχολής Σπηλαιολογίας (EFS/FFS). Το πρωτότυπο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ ενώ το μεταφρασμένο από εδώ.
Εδώ παρατίθεται μια διορθώσιμη έκδοσή του για περαιτέρω επεξεργασία και ενημέρωση. Είναι ένα απλό Comma Seperate Value (.csv) αρχείο... Δίπλα στην Γαλλική και την Αγγλική λέξη θα βρείτε την αντιστοίχη Ελληνική.
- FRANCAIS,ANGLAIS,ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- ACETYLENE,Acetylene,Ασετυλήνη
- ACTIF,Active,Ενεργό(ς)
- AMARRAGE,Anchor,Δεσιά (ή ασφάλεια)
- AMARRAGES (SPITS...),Hangers,Ασφάλειες (SPITS)
- ANTICLINAL (nom),Anticlinal,Αντικλινές (γεωλογικός όρος: αφορά στρώματα που αποκλίνουν)
- ARGILE,Clay / Mud,Λάσπη
- ARGILEUX,Clayey / Muddy (familier), Λασπωδες???
- ASSURANCE,Belay / Lifeline (corde d'ass.),Σκοινί ασφαλείας
- ASSURER,To belay,Σκοινι της ασφάλειας (δες εγχειρίδιο σπηλαιοδιασωσης)
- AUTO-ASSURANCE,Self-lining,Αυτοασφάλιση
- AUTO-BLOQUANT,Self-jamming,Αυτόσφιγγόμενος ή "με φρένο" (όταν πρόκειται για καταβατήρα)"
- AVEN,Swallow-hole / Pot-hole,Βάραθρο
- BAUDRIER (CUISSARD),Sit harness,Ζώνη μέσης
- BAUDRIER DE TORSE,Chest harness,Ζώνη στήθους
- BLOC,Boulder,Βράχος
- BLOQUEUR,Jammer,Φρένο
- BLOQUEUR VENTRAL,Chest jammer,Φρένο στήθους
- BOTTES,Boots / High boots,Γαλότσες
- BOUCLE,Loop / Leg loop (la ganse),Ποδοστήριο ή Ποδωστήριο ή "Πεντάλ""
- BOYAU,Narrow passage,Στένωμα
- CALCAIRE (adjectif),Calcareus / Chalky,...???
- CALCAIRE (nom),Limestone,Ασβαστόλιθος
- CALCITE,Calcification,ασβεστοποίηση???
- CANOT,Boat / Dinghy,βάρκα
- CARBURE,Carbide,Πέτρα ασετυλίνης
- CASQUE,Helmet,Κράνος
- CAVITE,Cave / Cavity / Hollow,Σπηλιά
- CEINTURE,Belt,Ζώνη
- CHATIERE,Catwalk / Keyhole,Κλειδαρότρυπα (εννοεί μικρή τρύπα σε τοίχωμα προφανώς)???
- CHAUVE-SOURIS,Bat,Νυχτερίδα
- CHEVILLE SPIT,Bolt,Βύσμα ή σπιτ
- COLONNE,Column,Κολώνα
- COMBINAISON,Suit / Wetsuit (plonge?),Φόρμα (έσω?)
- CONCRETION,Chalk-stone,Σταλαγμιτοποιηση (επικάλυψη με σταλαγμιτικό υλικό)
- CORDE,Rope,Σκοινί
- CORDE D'ASSURANCE,Lifeline,Σκοινί (κατάβασης/ανάβασης?)
- CORDELETTE,String,Κορδολέτο
- CORROSION,Corrosion / Chemical erosion,Διάβρωση (χημική διάβρωση)
- COULEE,Flow,Ροή ή Ρεύμα
- COUVERTURE DE SURVIE,Rescue blanket,Κουβέρτα Αλουμινίου
- CRUE,Flooding,Δεν υπάρχει στα ελληνικά (Αφορά την κατάκλυση του σπηλαίου από νερά)
- DESCENDEUR,Descender,Καταβατήρας
- DEVIATION,Deviation,Παράκαμψη
- DIACLASE,Cleft,...
- DRAPERIE,Drapery / Bacon rind,...
- EAU,Water,Νερό,
- EBOULIS,Scree,,
- ECHELLE,Ladder,Ανεμόσκαλα ή Σκάλα,
- ECLAIRAGE (MIXTE),Mixed acetylene electric lamp,Φωτισικό (μικτό ασετυλήνη και φακός) ,
- EMERGER,To emerge,Σκοινί του φορείου,
- EQUIPER,To Rig,...(δες εγχειρήδιο διάσωσης),
- EROSION,Erosion,Αποσάθρωση,
- ESCALADE (une),Climbing,Αναρρήχηση,
- ESCALADER,To climb,(Με) Αναρρήχηση,
- ETROIT,Narrow,Στενό (πέρασμα),
- EXCENTRIQUE (une),Helectite,Ελικτίτης,
- FAILLE,Fault,Γκρεμός,
- FIL CLAIR,Sling / Wire,Καλώδιο,
- FIL D'ARIANE,Ariane's thread,Μίτος (της Αριάδνης, αφορά την Σπηλαιοκατάδυση)
- FISSURE,Cleft,...,
- FISTULEUSE (nom),Straw,,
- FLAMME,Flame,Φλόγα
- FOSSILE (adjectif),Fossil,Απολίθωμα
- FOSSILISATION,Fossilization,Λιθοποίηση
- FRACTIONNEMENT,Fractioning,Αλλαγή (στο σκοινί)
- GALERIE,Passage,Πέρασμα
- GANT (singulier),Gauntlet,
- GANTS (pluriel),Gauntlets,
- GOUFFRE,Hole / Swallow hole,Βάραθρο
- GOUR,Gour / Floor deposit / Rimstone dam,Γκούρ
- GROTTE,Cave,Σπηλιά
- HABILLEMENT,Clothing,Ρουχισμός
- HARNAIS,Harness,Ζώνη
- HISSER / AIDER A MONTER,To hoist / To give a hoist,...
- KARST,Limestone area,Καρστ ή Καρστικοποιημένη περιοχή
- KIT-BAG,Tackle-bag,Σάκος (σπηλαιολογικός)
- LAMPE,Lamp,Λάμπα (ασετυλήνης)
- LAMPE A CARBURE,Carbide lamp,Λάμπα (ασετυλήνης)
- LONGE,Cow's tail / Donkey's dick (l. de kit),Λανίερες ή σκοινιά αυτασφάλισης
- LOVER (une corde),To coil (a rope),...
- MAIN-COURANTE,Handle-line,Κεντρική Δεσιά
- MARTEAU,Hammer,Σφυρί
- MEANDRE,Meander / Sinuous passage,Μαίανδρος
- MONTEE,Climb / Ascent,Ανάβαση
- MONTEE AUX BLOQUEURS,Single rope technique,Τεχνική Μονού Σκοινιού
- MONTER,To climb / Ta ascend,(δες σπηλαιοδίασωση)
- MOUSQUETON,Karabiner / Krab (familier),Κρίκος (ή Καραμπίνερ)
- NOEUD,Knot,Κόμπος
- NOURRITURE,Food,Τροφή
- OPPOSITION,Chimneying,???
- PALAN,Pulley-block / Hoist / Hauling system,Πολύσπαστο ή "Παλάγκο""
- PEDALE (singulier),Foot-loop,Ποδοστήριο ή Ποδωστήριο ή Πενταλ
- PEDALES (pluriel),Feet-loops,Ποδοστήρια ή Ποδωστήρια ή Πενταλ
- PERTE (D'UNE RIVIERE),Lost river / Sinking creek,
- PITON,Peg,Καρφί (σχισμής)
- PLAFOND,Roof / Top,Οροφή
- PLAQUETTE,Hanger,Πλακέτα
- PLI,Fold,Κουρτίνα (σταλαγμιτική)
- PLISSEMENT,Fold,Κουρτίνα (σταλαγμιτική)
- POIGNEE D'ASCENCION,Handled ascender,Φρένο χειρός ή ζουμάρ
- POULIE,Pulley,Τροχαλία
- PROFOND,Deep,Βάθος
- PROGRESSION,Moving,Προώθηση (το σπηλαιολόγου)
- PUITS,Pitch,Βάραθρο (και πιο συγκεκριμένα "πηγάδι"΄ή "κατάβαση" στα κλιμακωτά σπήλαια)"
- RAPPEL (de montagne),Abseiling,Ραπελ ή κατάβαση με ανάκληση σκοινιού
- REMPLISSAGE,Obstruction,Φράξιμο (του σπηλαίου)
- RESEAU,Cave system,Σύστημα (σπηλαίων)
- RESURGENCE,Rising / Resurgence,Πηγή
- RIVIERE,River,Ποτάμι
- ROCHE,Rock,Βράχος
- SABLE,Sand,Άμμος
- SALLE,Hall / Chamber,Αίθουσα
- SANGLE,Strap,Ιμάντας
- SECOURS,Rescue,Διάσωση
- SEDIMENT,Sediment,Ίζημα
- SEDIMENTATION,Sedimentation,Απόθεση
- SIPHON,Sump / Siphon,Σιφόνι
- SOURCE,Spring,Πηγή
- SOUS-COMBINAISON,Undersuit,Θερμοεσώρουχο
- SPELEOLOGIE,Caving / Speleology / Potholing,Σπηλαιολογία
- SPELEOLOGUE (un),Caver,Σπηλαιολόγος
- SPELEOLOGUE (une),Caver,Σπηλαιολόγος
- STAGE,Training / Course,Σεμινάριο ή εκπαίδευση
- STALACTITE,Stalactite,Σταλακτίτης
- STALAGMITE,Stalagmite,Σταλαγμίτης
- STRATE,Stratum / Bed,Στρώμα ή στρώση (του πετρώματος)
- STRATIFICATION,Stratification,Διαστρωμάτωση (ή στρωματογραφία?)
- SYNCLINAL (nom),Synclinal,Συγκλινή (γεωλογικός όρος: αφορά στρώματα που συγκλίνουν)
- TAMPONNOIR,Wall-drill / Driver,Διατρητήρας
- TIRER,To haul up,..(δες εγχειρίδιο σπηλαιοδιάσωσης)
- TOPOGRAPHIE,Topography / Survey,Χαρτογράφηση
- TREUIL,Winch,Πολύσπαστο ή Βίντζι
- TROU,Hole,Τρύπα
- TUYAU,Pipe / Tube,Σωλήνα (???)
- TYROLIENNE,Traverse line / Tyrolian,Τυρολέζικη (τραβέρσα)
- VIRE (une),Ledge,""ζωναρι" ή "παταράκι" (ακριβής μετάφραση: Περβάζι)"
- VOUTE,Vault / Arch,Υπόγειο
- VOUTE MOUILLANTE,Duck (familier),
- « PIERRE ! »,« Below ! »,« Πέτρααα ! »
- « LIBRE ! »,« Rope free ! »,« Ελεύθερόοο ! »
Retrieved from "http://grcavingmanual.org/el/index.php?title=Lexique&oldid=7880"